οἶμος

οἶμος
οἶμος ([full] οἷμος S.Ichn.168, Call.Aet.Oxy.2079.27, Parth.Fr.31, Epigr.Gr. (v. infr.), Hdn.Gr.1.546, cf. φροίμιον), , also (v. infr.),
A way, road, path, Hes.Op.290, Pi.P.4.248 ;

λευρὸν οἶ. αἰθέρος A.Pr. 396

;

ἁπλῆ οἶ. εἰς Ἅιδου φέρει Id.Fr.239

;

ὀρθὴν παρ' οἶ., ἣ 'πὶ Λάρισαν φέρει E.Alc.835

;

ἐς τὴν παραπλησίην οἶ. ἐμπίπτουσιν Hp. Decent.4

;

τὸν αὐτὸν οἶ. πορευόμενοι Pl.R.420b

;

ἄλλην οἶ. ἐκπορεύεται Men.681

;

λυγρήν θ' οἷ. ἔβην Epigr.Gr.227

([place name] Teos).
2 stripe, οἶμοι κυάνοιο stripes or layers of cyanos, Il.11.24.
3 strip of land, tract, country,

Σκύθην ἐς οἶ. A.Pr.2

.
4 metaph., οἶμος ἀοιδῆς the course or strain of song, h.Merc.451 ;

ἐπέων οἶμον λιγύν Pi.O.9.47

, cf. P. 2.96, Call.Jov.78.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οίμος — οἶμος, ὁ και ἡ και οἷμος, ὁ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός («τὸν αὐτὸν οἶμον... πορευόμενοι», Πλάτ.) 2. λωρίδα, γραμμή («δέκα οἴμοι ἔσαν μέλανος κυάνιο, δώδεκα δὲ χρυσοῑο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο», Ομ. Ιλ.) 3. μέρος χώρας, λωρίδα γης, χώρα 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • οἶμος — way masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἷμος — way fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἵμοις — οἷμος way fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἵμου — οἷμος way fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἵμους — οἷμος way fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶμοι — οἶμος way masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶμον — οἶμος way masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἷμον — οἷμος way fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίμη — οἴμη, ἡ (Α) 1. άσμα, τραγούδι, ωδή («οἴμας Μοῡσ ἐδίδαξε», Ομ. Οδ.) 2. η ικανότητα να τραγουδά κάποιος («θεὸς δὲ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν», Ομ. Οδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «οἴμη λόγος, ἱστορία». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη,… …   Dictionary of Greek

  • προοίμιο — το / προοίμιον, ΝΜΑ, και αττ. τ. φροίμιον Α 1. εισαγωγικό μέλος σε ευρύτερη μουσική σύνθεση, προανάκρουσμα (α. «ἁγησιχόρων... προοιμίων ἀμβολάς», Πίνδ. β. «... ἐν τοῑς ἔπεσι τοῑσδε, ἅ ἐστιν ἐκ προοιμίου Ἀπόλλωνος», Θουκ.) 2. πρόλογος, εισαγωγή (« …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”